περιοριστικά

περιοριστικά
περιοριστικός
serving to determine
neut nom/voc/acc pl
περιοριστικά̱ , περιοριστικός
serving to determine
fem nom/voc/acc dual
περιοριστικά̱ , περιοριστικός
serving to determine
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κουλάκος — (ρωσ. kulak = πυγμή, γροθιά). Κ. ονομαζόταν εκείνος ο οποίος πλούτιζε με την εκμετάλλευση, την τοκογλυφία και την αισχροκέρδεια. Ο όρος αυτός χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά την τελευταία δεκαετία του 19ου αι. για να χαρακτηρίσει την αστική τάξη… …   Dictionary of Greek

  • ακρο- — (I) Γλωσσ. α συνθετικό πλήθους συνθέτων τής Ελληνικής, αρχαίας και νέας, προερχόμενο από το επίθ. ἄκρος* ή τους ουσιαστικοποιημένους τύπους τού επιθέτου ἄκρα, η και ἄκρον, το. Τα σύνθετα τής κατηγορίας αυτής (ακρο Ι) σημαίνουν γενικά «τον… …   Dictionary of Greek

  • αντισημιτισμός — Εχθρότητα με συναισθηματικό ή πολιτικό περιεχόμενο, που εκδηλώνεται σε διάφορες χώρες εναντίον των Εβραίων. Ο όρος α. εμφανίζεται για πρώτη φορά γύρω στα 1870, σε μια στιγμή που ψευδοεπιστημονικές θεωρίες, οι οποίες βασίζονταν στον ρατσισμό,… …   Dictionary of Greek

  • αφίσα — Έντυπο που τοιχοκολλείται ή τοποθετείται σε ειδικό χώρο, με προορισμό να μεταδώσει στον περαστικό, με τρόπο σύντομο αλλά και αποτελεσματικό, κάποιο μήνυμα ή να τον πληροφορήσει για κάποια εκδήλωση. Η α. είναι η σημαντικότερη και γνωστότερη από… …   Dictionary of Greek

  • δασμός — Έμμεσος φόρος που μπορεί να επιβληθεί στα εμπορεύματα, τα οποία μεταφέρονται από χώρα σε χώρα, όταν περνούν την τελωνειακή γραμμή. Ανάλογα με τον σκοπό που επιδιώκεται με τους δ., γίνεται διάκριση μεταξύ δημοσιονομικών δ. και οικονομικών ή… …   Dictionary of Greek

  • κοινωνικοποίηση — Η διαδικασία μέσω της οποίας το άτομο εντάσσεται στο κοινωνικό σύνολο, αποκτώντας κοινωνική συμπεριφορά που είναι αποδεκτή από την κοινωνική ομάδα. Ειδικότερα, η κοινωνική ψυχολογία χρησιμοποιεί τον όρο κ. για την εξελικτική διαδικασία με την… …   Dictionary of Greek

  • μετανάστευση — Στα πλαίσια της ευρύτερης έννοιάς του ο όρος μ. περιλαμβάνει την ιδέα της κίνησης, την αλλαγή τόπου διαμονής και μπορεί να αναφέρεται σε κάθε μετακίνηση –οριστική ή προσωρινή– ομάδων ανθρώπων ή ζώων, προς τόπους διαφορετικούς από εκείνους στους… …   Dictionary of Greek

  • νηπιαγωγείο — Ειδικό εκπαιδευτήριο, στο oποίο ασκείται η αγωγή των νηπίων. Η φοίτηση στο ν. αρχίζει συνήθως από το τρίτο έτος της ηλικίας και τελειώνει όταν το παιδί φτάσει στην καθορισμένη για το δημοτικό σχολείο ηλικία. Το ν. αποτελεί σημαντικό σταθμό της… …   Dictionary of Greek

  • περιοριστικός — ή, ό / περιοριστικός, ή, όν, ΝΜΑ [περιορίζω] αυτός που καθορίζει, που επιβάλλει όρια νεοελλ. 1. δεσμευτικός, κατασταλτικός («επιβλήθηκαν περιοριστικά μέτρα») 2. φρ. «περιοριστικές κρίσεις» (λογ.) οι κρίσεις τών οποίων το κατηγορούμενο εκφράζεται… …   Dictionary of Greek

  • υπνωτικός — ή, ό / ὑπνωτικός, ή, όν, ΝΜΑ [ὑπνῶ, όω] 1. αυτός που φέρνει ύπνο, που προκαλεί νύστα («ψυκτικὰ τὰ πλεῑστα τῶν ὑπνωτικῶν φαρμάκων ἐστί», Πλούτ.) 2. το ουδ. ως ουσ. το υπνωτικό(ν) ουσία που φέρνει ύπνο νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”